Ο Αγιος Αντώνιος δεν θέλησε να μάθει γράμματα ούτε να συναναστρέφεται με άλλα παιδιά προκειμένου «να μην αισθάνεται σύγχυση και ανάγκη φροντίδας»Σε ηλικία 20 ετών έχασε τους γονείς του. Αφού διένειμε την υλική περιουσία 300 εύφορων κτημάτων του στους φτωχούς,.μιμούμενος κάποιον γέροντα ασκητή που έτυχε να γνωρίσει και να θαυμάζει για την αρετή του.αφοσιώθηκε στον μοναχισμό της ερήμου αφήνοντας πίσω του ακόμη πιό πλούσια περιουσία …
”Οἱ ἀγράμματοι καὶ ἀκαλλιέργητοι ἄνθρωποι, θεωροῦν τὰ λόγια γελοῖο πρᾶγμα καὶ δὲν θέλουν νὰ τ᾿ ἀκοῦνε, ἐπειδὴ ἐλέγχεται ἡ ἀγραμματοσύνη τους καὶ θέλουν νὰ εἶναι ὅλοι ὅμοιοί τους.Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅσοι ζοῦν καὶ συμπεριφέρονται ἀκόλαστα, φροντίζουν (νὰ ἀποδείξουν) ὅτι ὅλοι εἶναι χειρότεροί τους, νομίζοντας πὼς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κακῶν θὰ ἐπιτύχουν τὸ ἀκατηγόρητο γιὰ τοὺς ἑαυτούς των.Ἡ ἄτονη (χαλαρὴ καὶ νωθρή) ψυχή (τους) θολώνει ἀπὸ τὴν κακία ποὺ περιλαμβάνει ἀσωτία, ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, ὀργή, προπέτεια, λύσσα, φόνο, ὀδυρμό, φθόνο, πλεονεξία, ἁρπαγή, πόνο, ψεῦδος, ἡδονή, ὀκνηρία, λύπη, δειλία, ἀρρώστια, μίσος, κατηγορία, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἀπάτη, λήθη Θεοῦ.Μὲ τέτοια καὶ παρόμοια (κακίες) τιμωρεῖται ἡ ἄθλια ψυχὴ ποὺ χωρίζει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὸ Θεό.
Ἄνθρωπος λέγεται ἢ ὁ λογικὸς ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἀνέχεται (δέχεται) νὰ διορθωθεῖ. Ὁ ἀδιόρθωτος καλεῖται ΑΠΑΝΘΡΩΠΟΣ, διότι αὐτὸ (ἡ ἀδιορθωσιά) εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν ἀπάνθρωπων. Κάτι τέτοιους καλὸν εἶναι νὰ τοὺς ἀποφεύγομε. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ συζοῦν μὲ τὴν κακία, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ καταταγοῦν ποτὲ μεταξὺ τῶν ἀθανάτων (πνευματικῶν ἀνθρώπων – ἡ κακία εἶναι ὑλική, θνητὴ κατάσταση).
Αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ἄξιους νὰ ὀνομαζώμεθα ἄνθρωποι, εἶναι νὰ ἔχομε μαζί μας παροῦσα τὴν ἀληθινὴ λογική. Ὅταν μᾶς λείπει τὸ λογικό, τότε διαφέρομε ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῷα, μόνον ὡς πρὸς τὴν διάπλαση τοῦ σώματος καὶ τὴ φωνή. Ἂς ἀναγνωρίσει λοιπὸν ὁ μυαλωμένος ἄνθρωπος, ὅτι (ἐξ αἰτίας τοῦ λογικοῦ, τοῦ πνευματικοῦ του μέρους) εἶναι ἀθάνατος καὶ θὰ μισήσει (τότε) κάθε αἰσχρὴ ἐπιθυμία, ποὺ γίνεται αἰτία τοῦ (πνευματικοῦ) θανάτου στοὺς ἀνθρώπους.
Ἐλεύθερους νὰ νομίζεις ὄχι αὐτοὺς ποὺ εἶχαν τὴν τύχη νὰ εἶναι ἐλεύθεροι, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴ ζωὴ καὶ στοὺς τρόπους ἐλεύθεροι (ἀπὸ τὰ πάθη). Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ ὀνομάζονται ἀληθινὰ ἐλεύθεροι οἱ ἄρχοντες, ὅταν εἶναι πονηροὶ ἢ ἀκόλαστοι, διότι εἶναι δοῦλοι τῶν ὑλικῶν παθῶν. Ἐλευθερία καὶ εὐτυχία εἶναι (εσωτερικό ζήτημα) τῆς ψυχῆς, (εἶναι) ἡ γνήσια καθαρότης τῆς ψυχῆς καὶ ἡ καταφρόνηση τῶν πρόσκαιρων.
Σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ δὲν γνωρίζει νὰ διακρίνει τί εἶναι τὸ ἀγαθὸν καὶ ποιὸ εἶναι τὸ κακό, δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ κρίνει τοὺς ἀγαθοὺς καὶ κακούς. Διότι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνωρίζει τὸν Θεόν, εἶναι ἀγαθὸς κι ἂν δὲν εἶναι ἀγαθός, τίποτα δὲν γνωρίζει, οὔτε θὰ μάθει ποτὲ τίποτα. Διότι τὸ ἀγαθὸν εἶναι τρόπος γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς της γῆς ἀναγκάζουν (τοὺς ἄλλους) νὰ ἐπιχειροῦν ἄτοπες καὶ ψυχοβλαβεῖς πράξεις, δὲν μποροῦν νὰ κυριαρχήσουν στὴν ψυχή, ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ αὐτεξούσια. Τὸ σῶμα δεσμεύουν, ΑΛΛ ΟΧΙ καὶ τὴν ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ (τὴ διάθεση), τῆς ὁποίας ΚΥΡΙΟΣ ΕΧΕΙ ΟΡΙΣΘΕΙ ὁ λογικὸς ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸν κτίσαντα Θεόν, ὁ ὁποῖος ΕΙΝΑΙ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΣ πάσης ἐξουσίας καὶ ἀνάγκης καὶ πάσης δυνάμεως.
Ἔργον χρηστοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ μὴ πουλᾶ τὴν ἐλεύθερη γνώμη, ἀποβλέποντας νὰ λάβῃ χρήματα, ἔστω κι ἂν τύχῃ νὰ εἶναι πάρα πολλά, ὅσα προσφέρονται. Διότι τὰ βιοτικὰ μοιάζουν μὲ ὄνειρο καὶ οἱ φαντασίες τοῦ πλούτου εἶναι ἄδηλες (δὲν ξέρεις ποὺ θὰ καταλήξουν), καὶ ὀλιγοχρόνιες.
Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸ λογικὸ μέρος, συνδέεται μὰ τὴν ἀνείπωτη (τὴν ἀνέκφραστη) καὶ θεία δύναμη καὶ κατὰ τὸ σωματικὸ συγγενεύει πρὸς τὰ ζῷα. Κάτι λίγοι ὅμως, ὅσοι εἶναι τέλειοι ἄνθρωποι καὶ λογικοί, ἐπιδιώκουν σοβαρὰ νἄχουν καὶ τὴν γνώμη καὶ τὴν (παραπάνω) συγγένεια πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Σωτήρα. Κι αὐτὸ τὸ δείχνουν μὲ τὰ ἔργα καὶ τὴν ἐνάρετη πολιτεία (τους). Ἀλλὰ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, οἱ ψυχικὰ ἀνόητοι, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν ἐκείνη τὴ θεϊκὴ καὶ ἀθάνατη υἱοθεσία, ρέπουν πιὰ πρὸς τὴ νεκρὴ καὶ κακότυχη καὶ ὀλιγοχρόνια συγγένεια τοῦ σώματος (τὴ σωματικὴ συγγένεια πρὸς τὰ ζῷα) φρονώντας τὰ σαρκικά, σὰν τὰ ἄλογα ζῷα, ἀνάβοντας ἀπὸ τὶς ἡδονὲς κι ἔτσι χωρίζουν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ σύρουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, κάτω στὸ βάραθρο, μὲ αἰτία τὰ (κατώτερα) θελήματά της.
Τὰ οὐράνια εἶναι ἀθάνατα, ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα ποὺ ὑπάρχει μέσα τους, ἐνῷ τὰ ἐπίγεια ἔγιναν θνητά, διότι ὑπάρχει μέσα τους ἡ αὐθαίρετη κακία, ἡ ὁποία πιάνει τοὺς ἀνόητους ἀπὸ τὴν ὀκνηρία τους καὶ ἀπὸ τὴ (θεληματική) ἄγνοια τοῦ Θεοῦ (ἀγνωσία)
Ὁ θάνατος, ὅταν νοεῖται (καλά), εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀθανασία, ὅταν ὅμως δὲν ἐννοοῦν (τὸ πνευματικό του νόημα), εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνόητους, θάνατος. Αὐτὸν τὸν θάνατο (τὸ σωματικό) δὲν πρέπει νὰ τὸν φοβᾶται κανείς, ἀλλὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, ποὺ συνίσταται σὲ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, εἶναι ἀληθινὰ φοβερὸ γιὰ τὴν ψυχὴ (ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ).
Ἡ κακία εἶναι πάθος ὑλικό. Συνεπῶς, δεν γίνεται νὰ ὑπάρξει σῶμα χωρὶς κακία. Ἡ λογικὴ ὅμως ψυχή, ὅταν τὸ νόηση αὐτό, ἀποτινάζει τὸ βάρος τῆς ὕλης, ποὺ εἶναι ἡ κακία καὶ σὰν ἀνασάνει ἀπὸ τέτοιο βάρος, ὑψώνει τὸν νοῦ πρὸς τὰ ἄνω, γνωρίζει τὸ Θεὸ τῶν ὅλων καὶ προσέχει τὸ σῶμα σὰν ἐχθρὸ καὶ πολέμιο, μὴ ὑπακούοντας σ᾿ αὐτό. Ἔτσι στεφανώνεται τελικὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ψυχή, ἐπειδὴ νίκησε τὰ πάθη τῆς κακίας καὶ τῆς ὕλης.
Ὅσοι εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὴν κακία καὶ μεθᾶνε ἀπὸ τὴν ἀγνωσία, δὲν γνωρίζουν τὸν Θεόν, οὔτε ἐπαγρυπνοῦν ψυχικά. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι νοητὸς καὶ δὲν εἶναι μὲν ὁρατός, ὅμως εἶναι καταφάνερος μέσα στὰ ὁρατά, σὰν τὴν ψυχὴ μέσα στὸ σῶμα. Κι ἂν τὸ σῶμα εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρχει χωρὶς ψυχή, ἔτσι καὶ ὅλα, ὅσα βλέπουμε καὶ ὑπάρχουν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξουν χωρὶς Θεόν.
Φυλακὴ καὶ τιμωρία στὸν καθέναν εἶναι τὸ νὰ μένῃ σὲ κάτι παρὰ τὴ θέλησή του καὶ χωρὶς τὴ συγκατάθεσή του. Νὰ εἶσαι λοιπὸν εὐχαριστημένος μὲ ὅσα ἔχεις, γιὰ νὰ μὴν αὐτοτιμωρηθεῖς, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεσαι, ἕνεκα ἀχαριστίας.
Δὲν εἶναι ἁμαρτήματα ὅσα γίνονται κατὰ φύσιν, ἀλλὰ τὰ πονηρά, ποὺ φωλιάζουν στὴν προαίρεση. Τὸ νὰ τρώγῃ κανείς, δὲν εἶναι ἁμαρτία, ἀλλὰ τὸ νὰ τρώγῃ χωρὶς εὐχαρίστηση, χωρὶς σεμνότητα καὶ χωρὶς ἐγκράτεια. (Διότι τὸ φαγητό) ἔχει σκοπὸ νὰ κρατήσει τὸ σῶμα στὴ ζωή, ἀλλὰ χωρὶς καμία πονηρὴ ἐπινόηση.
– Ὦ! Πόσον ἀνόητα τρέχομε (τρέχει τὸ μυαλό μας), γιατὶ ἀγνοοῦμε ὅτι μπροστὰ ἀπὸ κάθε ἀρετὴ προηγεῖται ἡ ταπεινοφροσύνη, ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ πάθη προηγεῖται ἡ γαστριμαργία (λαιμαργία, ἀχορτασιά) καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν βιοτικῶν (σαρκικῶν ἢ ὑλικῶν ἢ κοσμικῶν πραγμάτων).
Πρέπει νὰ ἐνθυμοῦνται ἀδιάκοπα, οἱ μυαλωμένοι ἄνθρωποι, ὅτι ἐὰν ἀνεχόμαστε στὴ ζωή μας μικροὺς καὶ ὀλιγοχρόνιους κόπους, θὰ ἀπολαύσομε μετὰ θάνατον μεγίστη ἡδονὴ καὶ αἰώνια τροφὴ (πνευματικὴ ἀπόλαυση), ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι..Ὥστε αὐτὸς ποὺ παλεύει μὲ τὰ πάθη καὶ θέλει νὰ στεφανωθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, ἐὰν πέσει (νικηθεῖ), νὰ μὴ μικροψυχήσῃ (νὰ μὴν τὰ χάσῃ) καὶ μείνει πεσμένος σὲ ἀπελπισία (γιὰ τὴ σωτηρία του). Ἀλλά, ἀφοῦ σηκωθεῖ, πάλιν νὰ παλέψει καὶ νὰ φροντίσει (νὰ νικήσῃ ὥστε) νὰ στεφανωθεῖ (βραβευθεῖ). Μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς διαρκῶς ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ἀπὸ τὴν πτώση ποὺ θὰ τοῦ συμβεῖ. Διότι οἱ σωματικοὶ κόποι εἶναι ὅπλα (γιὰ ἐπιδίωξη) τῶν ἀρετῶν καὶ γίνονται ἔτσι σωτήριοί της ψυχῆς.
Ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μένουν στὰ πανδοχεῖα, μερικοὶ παίρνουν κρεβάτια. Ἄλλοι ὅμως, ποὺ δὲν ἔχουν κρεβάτι ἀλλὰ κοιμοῦνται χάμω στὸ ἔδαφος, παρ᾿ ὅλον τοῦτο ροχαλίζουν ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ κοιμοῦνται στὰ κρεβάτια. Κι᾿ ἀφοῦ θὰ περιμένουν νὰ περάσει τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἀφήνουν τὰ κρεβάτια τοῦ πανδοχείου ἀπὸ τὰ χαράματα καὶ βγαίνουν ὅλοι μαζί, βαστάζοντας μόνον τὰ δικά τους πράγματα. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅλοι ὅσοι ἔρχονται στὴ ζωὴ καὶ ὅσοι ἔζησαν μέτρια καὶ ὅσοι ἔζησαν μὲ δόξα καὶ πλοῦτο, φεύγουν ἀπὸ τὴ ζωὴ ἀκριβῶς σὰν ἀπὸ πανδοχεῖο, χωρὶς νὰ παίρνουν μαζί τους τίποτε ἀπὸ τὴν μαλθακότητα τοῦ βίου καὶ τὸν πλοῦτο, παρὰ μόνον τὰ δικά τους ἔργα, ἢ καλὰ ἢ κακά, αὐτὰ ποὺ ἔπραξαν στὴν ζωὴ τοὺς οἱ ἴδιοι.
Ἡ κακία εἶναι πάθος τῆς ὕλης (ὑλικό). Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αἴτιος τῆς κακίας, ἀλλά, τὴν γνώση καὶ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνουν τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακό, καθὼς καὶ τὸ αὐτεξούσιον, τὰ ἔδωσε μὲ τὸ παραπάνω στοὺς ἀνθρώπους.Ἐκείνα ποὺ γεννοῦν τὰ πάθη τῆς κακίας, εἶναι ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ὀκνηρία τῶν ἀνθρώπων· διότι ὁ Θεὸς εἶναι καθ᾿ ὁλοκληρίαν ἀναίτιος.Ἐξ ἄλλου οἱ δαίμονες ἔγιναν πονηροὶ μὲ δική τους προαίρεση γνώμης (ἐκλογή), ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων.
Οπως τὸ σῶμα, ὅταν βγεῖ ἀτελὲς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνατραφεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ὅταν βγεῖ χωρὶς νἄχῃ κατορθώσει νὰ γνωρίσει τὸ Θεὸ μὲ τὴ χρηστὴ πολιτεία, δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ ἢ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό.
Ἡ δράση τοῦ σώματος εἶναι τὰ μάτια καὶ ἡ δράσης τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. καὶ ὅπως τὸ σῶμα, ἂν δὲν ἔχει μάτια, εἶναι τυφλὸ καὶ δὲν βλέπει οὔτε τὸν ἥλιο ποὺ καταφωτίζει ὅλη τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα, οὔτε μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει τὸ φῶς ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ἐὰν δὲν ἔχει νοῦν ἀγαθὸν καὶ χρηστὴ πολιτεία, εἶναι τυφλή, καὶ τὸ Θεό, τὸν ποιητὴ καὶ εὐεργέτη τῶν ὅλων, δὲν τὸν κατανοεῖ, οὔτε τὸν δοξάζει, οὔτε μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει τὴ δική Του ἀφθαρσία καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά.
Ὁ ἄνθρωπος, σὰν κακὸς καὶ ἄδικος ποὺ εἶναι, μπορεῖ νὰ φονεύει. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν παύει ποτὲ νὰ χαρίζῃ ζωὴ καὶ στοὺς ἀναξίους (ἀκόμη). Διότι ἐπειδὴ δὲν κινεῖται ποτὲ ἀπὸ φθόνο καὶ εἶναι ἀγαθὸς ἐκ φύσεως, θέλησε νὰ γίνει ὁ κόσμος καὶ ἔγινε καὶ γίνεται γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ σωτηρία του.
Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε ἀγαθὸς καὶ χωρὶς φθόνο, ἔχει δώσει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐξουσία τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κάκου, ἀφοῦ τοῦ δώρισε γνώση, ὥστε παρατηρώντας τὸν κόσμο καὶ τὰ γινόμενα σ᾿ αὐτὸν νὰ γνωρίσῃ Αὐτὸν ποὺ ἐποίησε τὰ πάντα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Στὸν ἀσεβῆ, ἐπιτρέπεται να θελει και να μην καταλαβαίνει. Γιατὶ ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ καὶ νὰ εἶναι ἄπιστος καὶ νὰ ἀστοχεῖ καὶ νὰ νιώθει τὰ ἀντίθετα τῆς ἀλήθειας. Τόσο μεγάλη ἐξουσία(ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ) ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
Τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου βλέπει μόνον αὐτὰ ποὺ φαίνονται. Ἀλλὰ ὁ νοῦς κατανοεῖ καὶ τὰ ἀόρατα. Διότι ὁ θεοφιλὴς νοῦς, εἶναι φῶς τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει νοῦν θεοφιλῆ, ἔχει φωτισμένη καρδιὰ καὶ βλέπει τὸν Θεὸν (νοερά) διὰ μέσου τοῦ ἰδίου τοῦ νοός του.
Κανεὶς ἀγαθὸς δὲν εἶναι αἰσχρός, ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι καλός, εἶναι πάντως κακὸς καὶ φιλοσώματος (φιλοτομαριστής). Πρώτη ὅμως ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ καταφρόνησις τῆς σαρκός. Διότι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, τὰ φθαρτὰ καὶ τὰ ὑλικά, ποὺ γίνεται προαιρετικὰ (μὲ τὴ θέλησή μας) καὶ ὄχι ἀπὸ στέρηση (φτώχεια), μᾶς κάνει κληρονόμους τῶν αἰωνίων καὶ ἀφθάρτων ἀγαθῶν.
Ὅποιος φτώχυνε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει, δὲν ὑπολογίζεται στοὺς εὐσεβεῖς (ἀπὸ τὴν πράξη αὐτή). Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ βλάψει καὶ δὲν χρησιμοποιεῖ τὴ δύναμή του στὸ κακό, ἀλλὰ λυπᾶται τοὺς ταπεινότερούς (του), ἀπὸ σεβασμὸ στὸ Θεό, ἐκεῖνος λαβαίνει τὶς καλὲς ἀμοιβὲς καὶ μετὰ θάνατον.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἀπαθὴς καὶ ἀμετάβλητος. Ἐὰν κανεὶς θεωρεῖ εὔλογο καὶ ἀληθινὸ ὅτι δὲν μεταβάλλεται ὁ Θεός, ἀλλὰ ἀπορεῖ: Πῶς χαίρει μὲ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ἀποστρέφεται τοὺς κακούς, ὀργίζεται μὲ ὅσους ἁμαρτάνουν καὶ γίνεται ἴλεως ὅταν λατρεύεται;Εἶναι πρέπον νὰ εἰποῦμε, ὅτι ὁ Θεὸς οὔτε χαίρει οὔτε ὀργίζεται, διότι τὸ νὰ χαίρει κανεὶς καὶ νὰ λυπᾶται εἶναι πάθος, οὔτε μὲ δῶρα κολακεύεται, διότι θὰ νικιόταν ἀπὸ τὴν ἡδονή. Δὲν εἶναι σωστὸ καὶ δίκαιον, νὰ ἐπηρεάζεται τὸ θεῖον, εὐμενῶς ἢ δυσμενῶς, ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός. ΜΟΝΟΝ ΩΦΕΛΕΙ καὶ οὐδέποτε βλάπτει. Μένει πάντα ὁ ἴδιος.
Ἐμεῖς ὅμως, μένοντας ἀγαθοί, ἐπειδὴ ἔτσι τοῦ μοιάζουμε, συναπτόμαστε μὲ τὸ Θεό, κι᾿ ἂν γίνομαι κακοί, χωριζόμαστε ἀπὸ τὸ Θεό, ἐπειδὴ παύουμε νὰ τοῦ μοιάζουμε. Ἐὰν ζοῦμε τὴν ἀρετή, προσκολλόμαστε (καὶ ἀφοσιωνόμαστε) στὸ Θεό. Ἐὰν γίνομαι κακοί, τὸν κάνομε ἐχθρό μας (ἀνθρωποπαθῶς), ἀφοῦ δὲν θὰ ὀργίζεται ἄδικα, μιᾶς καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας ὄχι μόνον δὲν ἀφήνουν τὸ Θεὸ νὰ λάμπει μέσα μας, ἀλλὰ καὶ μᾶς δένουν μὲ τοὺς δαίμονας, ποὺ θὰ μᾶς κολάσουν.
Ὅταν ὅμως, μὲ προσευχὲς καὶ μὲ καλὰ ἔργα, βρίσκουμε ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ΔΕΝ ΥΠΗΡΕΤΟΥΜΕ τὸ Θεὸ οὔτε τὸν μεταβάλλομε, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα καὶ μὲ τήν μας πρὸς τὸ θεῖον γιατρεύουμε τὴ δική μας τὴν ΚΑΚΙΑ· καὶ πάλιν ἀπολαμβάναμε τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.Ὥστε εἶναι τὸ ἴδιο νὰ εἰποῦμε πὼς ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται τοὺς κακοὺς καὶ ὁ ἥλιος κρύβεται στοὺς στερημένους ὅραση.
Τὸ ὄνομα καθορίζει ἕνα πρᾶγμα μεταξὺ πολλῶν. Ἄρα εἶναι ἀνόητο νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ὁ Θεός, ἐνῷ εἶναι ἕνας καὶ μόνον, ἔχει ἄλλο ὄνομα. Γιατὶ τὸ ὄνομα Θεὸς αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει: τὸν ΑΝΑΡΧΟ ποὺ τὰ ἔφτιασε ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο.”Ἐλευθερία καὶ εὐτυχία εἶναι ζητήματα τῆς ψυχῆς"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου