Ἂν καὶ µοιάζει τόσο ἁπλὴ καὶ ἀνώδυνη ἠ ἐρώτησή , ἔχει τόσο
πολλὰ ποὺ µποροῦν νὰ εἰπωθοῦν γι᾽ αὐτὴν καὶ θὰ φόβιζαν
κάποιους τὰ ἀκόµη περισσότερα ποὺ παράγονται ἀπὸ τὶς
κρυφές της ἰδιότητες. Εἶναι ἀπὸ µόνη της µία αὐτοκρατορία,
ἕνας ὁλόκληρος κόσµος ἀνεξάρτητος, αὐτοτελής, µαγευτικὸς
ἀλλὰ συνάµα καὶ µαγικός. Ξέρουµε ὅτι οἱ αἰσθήσεις εἶναι οἱ
βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες χτίζεται ὁ πόθος κι ἐκεῖ ἡ φαντασία
εἶναι ποὺ στὴν κυριολεξία διευθύνει τὴν ὀρχήστρα· εἶναι ἡ
φαντασία ποὺ ἐπιτρέπει τὸ ἀµφίδροµο ταξίδι ἀπὸ τὸν πόθο στὶς
αἰσθήσεις καὶ πίσω πάλι γιὰ τὴν ἱκανοποίησή του. Ἀλλὰ ἂς
πάρουµε τὰ πράγµατα µὲ τὴ σειρά.
Ἐὰν θὰ ῤωτοῦσε κάποιος τὶ εἶναι φαντασία, τί ἦταν αὐτὸ ποὺ θὰ
µπορούσαµε νὰ τοῦ ποῦµε; Οἱ ἀπαντήσεις µας θὰ ὁδηγοῦσαν
σὲ δύο ὁρισµούς, τῶν ὁποίων ἡ διατύπωση θὰ ἦταν ἐξαρτηµένη
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ ἐρώτηση ἢ
µποροῦµε νὰ ὑποθέσουµε ὅτι συνδιαλεγόµαστε µὲ κάποιο εὐέλικτα σκεπτόµενο ἄτοµο, ποὺ θὰ µᾶς ἔδινε δύο ἀπαντήσεις·
ἡ µία ποὺ κλίνει νὰ ἔχῃ κατὰ τὸ µᾶλλον ἀρνητικὸ πρόσηµο θὰ
διεκδικῇ ὅτι φαντασία πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ δὲν εἶναι
πραγµατικό, καὶ ἔχει δηµιουργηθεῖ στὸ µυαλὸ κάποιου
ἀνθρώπου. Ἡ δεύτερη ἀπάντηση θὰ ὑπερίσχυε µὲ διαφορὰ τῆς
πρώτης ὥς πρὸς τὴν προσέγγιση τῆς ἴδιας ἰδιότητος τῆς
φαντασίας καὶ θὰ ἔλεγε ὅτι φαντασία εἶναι ἡ νοητικὴ - ψυχικὴ
ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναπαριστᾶ εἰκόνες καὶ γεγονότα
ἀλλὰ ἐπιπλέον νὰ µπορῇ νὰ ἐξελίσσῃ τὴν πλοκή καὶ τὶς σχέσεις
µεταξύ τους.
Γιὰ τὴν πρώτη ἐκδοχή, θὰ εἴχαµε καὶ µάλιστα δικαιολογηµένα
κάποιες ἐνστάσεις, ἀφοῦ ὁ λογικὸς ἔλεγχος δὲν ἐπιτρέπει τέτοια
ἐπιπόλαια προσέγγιση καὶ τοῦτο διότι ἐὰν τὸ µυαλὸ κάποιου
ἄνθρώπου θεωρεῖται ὑλικὸ διότι εἶναι χειροπιαστό, τὸ ἴδιο θὰ
εἶναι καὶ ἡ ἐνέργεια µὲ τὴν ὀποία λειτουργεῖ µὲ τὴν διαφορὰ ὅτι
πρόκειται περὶ ὕλης σὲ πιὸ λεπτοφυῆ µορφή.
Ἀκολούθως, αὐτὸ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν δηµιουργία τῆς φαντασίας, γίνεται
ἀντιληπτὸ µὲ ἕνα παράλληλο τρόπο ὅπως αὐτὸς τῶν πέντε
αἰσθήσεων ἀλλὰ καὶ πάλι σὲ ἀκόµη πιὸ λεπτοφυῆ µορφὴ καὶ
δηµιουργεῖ τὴν παράσταση ἡ ὁποία ἀξιώνεται τῶν
χαρακτηριστικῶν ὅλων τῶν αἰσθήσεων οἱ ὁποῖες δροῦν στὸ
φυσικὸ ὑλικό πεδίο, κάτι ποὺ σηµαίνει ὅτι καὶ ὁ
ἀντικατοπτρισµός τῶν αἰσθήσεων στὶς νοητικὲς αἰσθήσεις δὲν
µπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὕλη διότι ἀναγνωρίζεται µὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
Ἐὰν βλέπω µία εἰκόνα µὲ τὰ µάτια µου, ἀλλὰ τὴν βλέπω καὶ µὲ
κλειστὰ τὰ µάτια, χρησιµοποιῶ τὰ ἴδια ὑλικὰ ἀπὸ τὴν διάχυτη
«ὑλοενέργεια» ποὺ διατρέχει καὶ πληροῖ ὁλόκληρο τὸ Σύµπαν.
Ἐµεῖς ἁπλᾶ, στὶς συµπυκνώσεις ποὺ ἀντιλαµβανόµαστε σὰν
πραγµατικότητα, δίνουµε ὀνόµατα στὶς εἰκόνες γιὰ νὰ ἔχουµε
ἕναν κώδικα ἐπικοινωνίας µεταξύ µας, δηλαδὴ µὲ τὶς ἄλλες
ὑπάρξεις ποὺ µοιράζονται τὴν ἴδια ἀντιληπτότητα µὲ ἐµᾶς.
Βλέπω ἕνα λουλούδι, σκέφτοµαι ἕνα λουλούδι· τὸ λουλούδι, δὲν
ὑπάρχει στὸ Σύµπαν κι ἐὰν φανταστοῦµε ὅτι κάποιος πάρει ἕνα
λουλούδι καὶ τὸ ἀναζητήσει στὸ Σύµπαν δὲν θὰ µπορέσῃ νὰ βρῇ ὅµοιό του, ἐκτὸς κι ἐὰν δηµιουργήσει ἕνα µὲ τὴν σκέψη του
καµπυλώνοντας τὴν ὑλοενέργεια τοῦ Σύµπαντος στὰ µέτρα του
ὥστε νὰ τὸ ἐµφανίσῃ.
Ὅµως κάποιος ποὺ ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξαπλώνῃ τὴν σκέψη
του ὑπερβαίνοντας τὰ συνηθισµένα ὅρια ποὺ συνιστοῦν τὴν
καθηµερινότητά µας, θὰ διαπίστωνε ὅτι πέραν αὐτῶν ὑπάρχει
καὶ ἕνας τρίτος τρόπος θεάσεως καὶ χαρακτηρισµοῦ τῆς
φαντασίας ποὺ ὄχι µόνον δὲν ὑπολείπεται τῶν δύο
προηγουµένων ἀλλὰ διεκδικεῖ ἀξιέπαινα τὰ πρωτεῖα τῆς πιὸ
σοβαρῆς καὶ νηφάλιας παρατηρήσεως ποὺ θὰ µᾶς χαρίσῃ τὴν
ἀπάντηση στὰ ἐρωτήµατά µας.
Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦµε καλύτερα,
θὰ ἀφήσουµε τὸ µυαλό µας ἤρεµο καὶ τὴν φαντασία µας
ἐλεύθερη γιὰ νὰ παρατηρήσουµε τὴν τάση της, νὰ δοῦµε πρὸς
τὰ ποῦ κλίνει, πρὸς ποιά κατεύθυνση στρέφεται. Νὰ τὴν
ἀφήσουµε ὥστε νὰ καταλάβουµε τί θέλει, ποιά εἶναι ἡ ἐπιθυµία
της. Γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο θὰ ἀκολουθήσουµε µία κατάσταση σὰν
παρατηρητές, ποὺ δὲν θὰ εἶναι κάποια ἄγνωστη ἢ ἀσυνήθιστη.
Θὰ µποροῦσε νὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ λέµε µία ἱστορία
καθηµερινότητας ποὺ µπορεῖ νὰ συµβῇ ἢ συµβαίνει στὸν
καθένα µας.
Ὅπως γίνεται πάντα στὴν ζωή τὰ πράγµατα δὲν εἶναι ξεκάθαρα
γιὰ κάποιον στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του. Πολὺς κόσµος τὸν
γνωρίζει, ὅλοι µιλοῦν γι᾽ αὐτὸν ἀλλὰ ἀκόµη ὁ ἴδιος, δὲν ξέρει
ποιὸς εἶναι. Οἱ συγγενεῖς του, οἱ φίλοι του, ὅλοι τὸν ξέρουν ἀλλὰ
ὁ ἴδιος ἀπουσιάζει. Ποῦ βρίσκεται;
Στὴν µέση τοῦ πουθενά, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται τὸ κέντρο τῆς
ὑπάρξεώς του. Ἕνας «χῶρος», νοητικός, ἀλλὰ ἀφοῦ γίνεται
ἀντιληπτὸς δὲν µπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι «ὑπαρκτός». Γνωρίζει, δὲν
ξέρει πῶς, ὁτι ἐκεῖ ὑπάρχει µία αἰνιγµατικὴ γυναῖκα, µὲ φοβερὲς
ἱκανότητες προερχόµενη ἀπὸ πανίσχυρη οἰκογένεια. Εἶναι πολὺ
ὄµορφη καὶ ἀπίστευτα ἑλκυστική. Ξέρει ὁτι µιᾶς καὶ τὴν
ἀντικρύσεις δὲν µπορεῖς νὰ πάρῃς τὰ µάτια σου ἀπὸ πάνω της,
ὁ µαγνητισµὸς ποὺ ἐξασκεῖ, ἠ ἕλξη της, εἶναι ἀκατανίκητη. Εἶναι ὅ,τι θὰ ἐπιθυµοῦσε ὁ καθένας, ἀπὸ τὸν πιὸ κακοφτιαγµένο καὶ
φτωχό, µέχρι τὸν πιὸ ὄµορφο καὶ πλούσιο. Θὰ ἔκανε
ὁποιονδήποτε νὰ θέλη νὰ θυσιαστῇ γιὰ χάρη της, νὰ ἔχῃ τὴν
εὔνοιά της καὶ νὰ βρίσκεται κοντά της, ἁπλᾶ νὰ ὑπάρχῃ δίπλα
της καὶ θὰ τὸν ἔκανε νὰ ξεχάσῃ τὶς ἔννοιες του, τὰ σχέδιά του
καὶ τοὺς φίλους του.
Τίποτα δὲν θὰ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὸ νὰ
βρίσκεσαι κοντά της καὶ νὰ ζῇς τὴν µαγεία ποὺ σοῦ προσφέρει,
τὴν εὐτυχία ποὺ νοιώθεις ἔχοντάς την ὁλόγυρά σου· καὶ δὲν
εἶναι µόνο αὐτά, θὰ πρέπῃ νὰ εἶναι κάτι σὰν µάγισσα γιατὶ ἔχει
τὴ δύναµη νὰ διώχνει τὴν ἀγωνία καὶ ἡ συνεύρεση µαζί της
ἀπαλύνει τὸν πόνο, σὰν τὸ καλύτερο ἀναλγητικό, σὲ κάνει νὰ
αἰσθάνεσαι δυνατὸς καὶ νέος, νοιώθεις νὰ γεννιέσαι ξανά … κι
ἐκείνη, δὲν ἔχει ἀπαιτήσεις, δὲν περιµένει θυσίες καὶ ἡρωϊσµοὺς
γιὰ χάρη της, δὲν τὰ χρειάζεται ἄλλωστε, ἡ δύναµή της εἶναι
θεϊκὴ κι ἀκόµη περισσότερο, µπορεῖ καὶ νὰ δεῖ µπροστά, σὰν νὰ
ἔριχνε τὶς κάρτες τοῦ tarot κι ἀλάνθαστα νὰ προβλέψη τὰ
µελλούµενα νὰ γίνουν ἀλλὰ καὶ νὰ δώσῃ συµβουλές, νὰ
προλάβῃ δυστυχίες νὰ προβλέψῃ εὐτυχίες. Ὅλα τὰ ἐχῃ καὶ δὲν
ζητᾶ τίποτα παρὰ νὰ τῆς εἶσαι πιστός. Οἱ σκέψεις τὸν κατακλύζουν καὶ σκέφτεται: «Μὰ θὰ εἶµαι σὰν
ἄρχοντας, ἐὰν τὴν βρῶ, θὰ ἔχω τὰ πάντα καὶ τὴν πιὸ ἐπιθυµητὴ
γυναῖκα ποὺ ὑπάρχει νὰ εἶναι στὸ πλάϊ µου. Ἐὰν εἶναι ἐκεῖ αὐτὴ
ἡ ὑπέροχη ὕπαρξη, δὲν εἶναι ἡ εὐκαιρία τῆς ζωῆς του; Σὰν
καταρράκτης οἱ σκέψεις συνεχίζουν νὰ πέφτουν στὸ µυαλό του
καὶ δὲν ξέρει τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν κάνει νὰ διστάζῃ, πόσο
δύσκολο εἶναι; Διαισθάνεται ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ ἀλλὰ δὲν
µπορεῖ νὰ τὸ ἐντοπίσῃ.
Πόσο ἄδικο νὰ εἶναι ἕνα βῆµα µακρυὰ ἀπὸ τὴν πολυπόθητη θεὰ
καὶ νὰ ἔχῃ σὰν ἀντίβαρο ἕνα µέλλον ποὺ κάνει τὴν ζυγαριὰ νὰ
ταλαντεύται ἀργὰ καὶ ἀπειλητικὰ ἀπὸ τὴν µία µεριὰ στὴν ἄλλη;
Εἶναι πράγµατι βασανιστικό.
Ἔχει µόλις διανύσει τὰ εἰκοσι ὀκτὼ χρόνια τῆς ζωῆς του. Μόλις
πρὶν λίγο πέρασε ἀπὸ τὸ στάδιο ὅπου οἱ ὁρίζοντες τοῦ µυαλοῦ του ἐξαπλώθηκαν µὲ ἐκρηκτικὴ ταχύτητα καὶ κάλυψαν µία
πολὺ µεγάλη περιοχὴ ποὺ βρισκόταν γύρω του ἀλλὰ δὲν
συνειδητοποιοῦσε τὴν ὕπαρξή της µέχρι ποὺ τὴν ἀντίκρυσε σὰν
ἀπὸ βουνὸ ποὺ βλέπει σὲ πεδιάδα µία καθαρὴ ἡµέρα µετὰ τὴν
βροχή. Μποροῦσε κι ἔβλεπε µακρυὰ καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ἀπέναντι
ὀροσειρὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔβλεπε πρίν, ἀλλὰ τώρα βλέπει
πεντακάθαρα µὲ ζωηρὰ χρώµατα καὶ µπορεῖ νὰ ξεχωρίσῃ τὴν
κάθε λεπτοµέρεια. Βλέπει πολὺ καλύτερα καὶ µπορεῖ νὰ
συγκρατήση ὅλες τὶς λεπτοµέρειες µαζὶ σὲ µιὰ µατιά, τὰ πάντα
γύρω του Τί νὰ ἀποφασίσῃ;
Ὑπάρχει ἕνα σύννεφο στὸν οὐρανό, εἶναι
µεγάλο, δὲν εἶναι ὅµως ἀπειλητικό, ἀντίθετα, σταµατάει τὶς
ἀκτίνες τοῦ ἡλίου καὶ τὸν διευκολύνει νὰ διακρίνῃ καὶ ἄλλα
σηµεῖα ποὺ δὲν ἔβλεπε πριν ἀπὸ τὴν δυνατὴ ἀντανάκλαση.
Σχεδὸν µέσα στὴν ἀπόγνωση καὶ τὰ ἀνακατεµένα αἰσθήµατά
του κάνει µερικὰ νοητικὰ βήµατα πίσω. Εἶναι µόνος· καὶ ἀναρωτιέται: «ποῦ εἶµαι; Τί εἶναι αὐτὸς ὁ τόπος; Πῶς ἤλθα ἐδῶ;
Τί βλέπω; Ποῦ εἶναι ἡ Θεά µου;»
Κάθησε σὲ µία πλατιὰ πέτρα καὶ προσπάθησε νὰ βάλῃ τὶς
σκέψεις του σὲ µία τάξη. Τὸ σύννεφο µετακινήθηκε λιγάκι καὶ ὁ
ἥλιος φάνηκε καὶ πάλι δίπλα του παίρνοντας τὴν προσοχὴ του
ἀπὸ τὴν ὀνειροπόλησή του. Καὶ σκέφτηκε: «Εἶµαι µόνος µου, τὸ
τοπίο εἶναι ὄµορφο καὶ ἡ βλάτηση πυκνή, ἔχει πολλὰ δένδρα
ἀλλὰ κανένα δὲν ἔχει καρπούς. Τὰ πουλιὰ τὰ βλέπω νὰ πετοῦν
ἀλλὰ δὲν ἀκούω κανένα νὰ κελαϊδάει, γιατί; Κι ὅµως εἶναι τόσο
ὄµορφα, ἡ πλάση ὀλόκληρη ἔπρεπε νὰ χαίρεται µὲ τόση
ὀµορφιὰ καὶ εὐτυχία· κι ἀλήθεια, ποῦ εἶναι ἠ Θεά µου; τὴν
νοιώθω ὁλόγυρα µὰ δὲν τὴν βλέπω, νοιώθω ἐπάνω µου τὴν
παρουσία της καὶ ἡ ἡδονὴ µὲ κάνει νὰ θέλω νὰ κλείσω τὰ
βλέφαρά µου νὰ τὴν γευτῶ, κι αὐτὴ µὲ θέλει, δὲν τὴν νοιάζει ποὺ
δὲν εἶµαι ἐφάµιλος τῆς ὀµορφιᾶς της, τὸ µόνο ποὺ µοῦ ζητᾶ εἶναι
νὰ µείνω µαζί της. «Νά λοιπόν, ἐδῶ εἶµαι γιὰ σένα Θεά µου, παιχνίδι στὰ χέρια σου καὶ αἱχµάλωτος στὰ θέλγητρά σου, Μὰ
ποῦ εἶσαι; Γιατὶ δὲν σὲ βλέπω;»
«Ἐδῶ εἶµαι, δίπλα σου καὶ ὁλόγυρά σου, µόνο φαντάσου µε καὶ
θὰ µὲ δῇς µπροστά σου, εἶµαι ὅλο αὐτὸ ποὺ βλέπεις καὶ ἡ εἰκόνα
ποὺ ἔχεις στὸ µυαλό σου, ξέρεις κοντά µου θὰ εἶσαι πάντοτε ἔτσι
καὶ τὰ χρόνια δὲν θὰ περνᾶνε ἀπὸ πάνω σου, ἐγώ, σὰν Θεὰ θὰ
εἶµαι πάντα ἔτσι ὅπως µὲ φαντάζεσαι, µεῖνε δίπλα µου καὶ θὰ
ἔχῃς πάντα τὴν νιότη σου καὶ ὅ,τι ἐπιθυµήσεις».
Μὲ τὰ µάτια ἀκόµη κλειστὰ πάνω στὴν πλατιὰ πέτρα, ἔννοιωσε
τὸν ἥλιο νὰ τοῦ καίει τὸ πρόσωπο. Τὸ σύννεφο εἶχε πάει πιὸ
πέρα. Ἄνοιξε τὰ µάτια του καὶ βρέθηκε νὰ κάθεται σὲ µιὰ
σκοτεινὴ σπηλιὰ ἀνήλιη ἀλλὰ πόσο περίεργο, ὁ ἥλιος ἀκόµη τοῦ
ἔκαιγε τὸ πρόσωπό του. Μὲ τὰ µάτια ἀνοιχτὰ βλέποντας τοὺς
τοίχους τῆς σπηλιᾶς, κρατοῦσε τὴν εἰκόνα τοῦ τοπίου ποὺ
ἔβλεπε ἀκόµα ζωντανή µέσ´ στὸ µυαλό του. Ἀπόλυτη ἡσυχία,
σχεδὸν σὰν νὰ εἶχε σταµατήσει ἡ ζωὴ κι ἔτσι µετέωρος ἄρχισε
σιγὰ σιγὰ νὰ φέρνῃ τὰ κοµµάτια στὸ µυαλό του καὶ νὰ τὰ συνδέῃ
σιγὰ σιγὰ στὸν πιὸ σπουδαῖο γρῖφο της ζωῆς του.
Οἱ γνώσεις καὶ οἱ ἀναµνήσεις ἄρχισαν νὰ βρίσκουν τὸν δρόµο τους ἁργὰ στὸ
ταραγµένο του µυαλὸ καὶ νὰ συγκεντρώνονται στὸ θέατρο ὅπως
οἱ ἄνθρωποι ποὺ πηγαίνουν νὰ παρακολουθήσουν µία
παράσταση.
Μία παροιµία ἄστραψε στὸ µυαλὸ σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ: «τὰ
φαινόµενα ἀπατοῦν». Δὲν ἤξερε πῶς ἔγινε καὶ τοῦ ἤλθε στὸ
µυαλὸ ἄλλὰ τέτοιες στιγµὲς ὅλα τὰ σηµαντικὰ κάνουν τὸ
πέρασµά τους καὶ διεκδικοῦν τὴν συµµετοχή τους στὸ puzzle τοῦ
ἀνθρώπου. ῎Υστερα τὸ µυαλό του πῆγε πίσω στὰ µαθητικά του
χρόνια ὅταν ἀκόµη τὰ µάτια του ἦταν κλειστὰ ἀκόµη κι ὅταν
ἔβλεπε, ὅµως µποροῦσε νὰ διαβάσῃ καὶ θυµήθηκε τότε ποὺ
διάβαζε τὴν Ὁδύσσεια καὶ ἡ συνάφειες ποὺ ἄρχισε νὰ
διαισθάνεται τὸν ἔκαναν νὰ τρέµῃ ἀπὸ τὸ µεγαλεῖο τῶν
ἐπερχοµένων διαπιστώσεων ποὺ διαισθανόταν ὅτι ἦταν
µεγάλες καὶ ὀ φόβος βρισκόταν γύρω ἀπὸ τὸ σῶµα του σὲ µία
ξέφρενη ἀναζήτηση νὰ βρῇ ἄνοιγµα γιὰ νὰ περάσῃ καὶ νὰ φωλιάση µέσα του. Δὲν τὸν ἄφησε. Ἔµεινε ἀπαθὴς καὶ
αἰσθάνθηκε εὐεργεσία γιὰ τὴν ζέστη τοῦ ἥλιου στὸ πρόσωπό του
ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο τοῦ ἔδινε τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ τὸν
στήριζε νὰ διατηρήσῃ τὶς ἰσορροπίες του. Θυµήθηκε λοιπὸν ὅτι στὴν Ὀδύσσεια ὁ πρωταγωνιστὴς ἐνῷ δὲν
ἀναφέρεται στὶς τέσσερις πρῶτες ῥαψωδίες ἐµφανίζεται στὴν
πέµπτη ῥαψωδία. Ἤξερε ὅτι µετροῦσαν τὶς περιόδους κάθε ἑπτὰ
χρόνια κι αὐτὸς βρέθηκε νὰ παλεύῃ µὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήµατα
µόλις εἶχε µπεῖ στὴν πέµπτη περίοδο τῆς ζωῆς του. Χαµογέλασε,
τί σύµπτωση;
Ἄρχισε νὰ σκέφεται: ὁ Ὅµηρος λέει ὅτι ὁ Ὁδυσσέας βρέθηκε ἐκεῖ
ποὺ εἶναι ὁ ὀµφαλὸς τῆς θαλάσσης. Στὴν µέση τοῦ πουθενὰ καὶ
καταµεσίς τοῦ συναισθηµατικοῦ του κόσµου τὴν θάλασσα.
Τώρα τὸ δίληµµά του εἶναι ἐὰν θὰ µείνῃ ἐκεῖ ὅπου ὑπόσχεται
ἀθανασία ἢ θὰ πρέπῃ νὰ γυρίσῃ πίσω στὴν Ἰθάκη. Ἔτσι κι αὐτὸς
τώρα πρέπει νὰ ἐπιλέξῃ ἐὰν θὰ συνεχίσῃ νὰ ἐξασκεῖ τὴν ἔµπνευσή του ἢ νὰ παραµείνῃ ἐκεῖ ὅπου θὰ αἰσθάνεται
ἀθάνατος καὶ πάντα νέος.
Καὶ ἡ Θεά, αὐτὴ ποὺ ζεῖ σὲ ἕνα µακρυνὸ νησὶ καὶ δίνει τὰ πάντα
µὲ ἀντάλλαγµα νὰ τῆς µείνῃς πιστός ποιά εἶναι; Μὰ δὲν µπορεῖ
νὰ εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν Καλυψώ. Ὅλα ταιριάζουν τὸ νησί της
εἶναι µακρυά, κατάφυτο ἄλλὰ χωρὶς ὀπωροφόρα δένδρα καὶ τὰ
πουλιὰ δὲν καλαϊδοῦν, γιατί ὅµως;
Στὸν Φαίδωνα, θυµήθηκε ἕνας νεοπλατωνικός εἶχε δώσει τὴν
ἀπάντηση ὅταν ἔγραψε ὄτι ἡ Καλυψὼ εἶναι ἡ Φαντασία ἡ ὁποία
σὰν νέφος ἐµποδίζει τὴ λογική, … ποὺ εἶναι ὁ ἥλιος. Σκεπάζει
τὸν νοῦ, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνοµά της Καλυψώ. Νά τὸ σύνεφο λοιπόν
καὶ ἡ θελκτικὴ γυναῖκα δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν Φαντασία ποὺ
στ᾽ ἀλήθεια ταιριάζει µὲ ὄλα. Τὸ σύννεφο, τὸν ἔκανε νὰ βλέπῃ
καλύτερα ὅταν ἔκρυψε τὸν ἥλιο, ἀλλὰ αὐτὸ γιατὶ ἔβλεπε µὲ τὰ
µάτια τοῦ µυαλοῦ του, ἀλλὰ ἡ παροιµία πάλι; Τὰ φαινόµενα
ἀπατοῦν, αὐτὸ ποὺ βλέπω δὲν εἶναι ἀλήθεια καὶ ὅταν φαντάζοµαι τί συµβαίνει; Ἀλίµονο! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει πιὰ ἐπαφὲς καὶ εἶναι µόνος του σὲ
πόνο ἀποζητᾶ νὰ ἀπαλύνη τὸν πόνο του. Ἡ φαντασία εἶναι
καταφύγιο γιὰ δυστυχισµένους κάτι σὰν τὸ ὄπιο, γιὰ ἐκείνους
ποὺ δὲν ἀντέχουν τὸν πραγµατικὸ κόσµο. Καὶ ὁ Ὁδυσσέας εἶχε
χάσει τοὺς συντρόφους του καὶ ἦταν µόνος καὶ ἀπαρηγόρητος
Ἡ φαντασία ὅµως σηµαίνει ἀποµάκρυνση ἀπὸ τὴν
πραγµατικότητα. Ἡ φαντασία ἀποµονώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ
τὸν κανονικὸ κόσµο, γι᾽ αὐτὸ ἡ Καλυψὼ µένει µακρυά,
Ἡ φαντασία κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθάνεται ἀθάνατος καὶ
πάντα νέος καὶ αὐτὰ τὰ δῶρα τὰ προσφέρει ἀπλόχερα ἡ
Καλυψώ. Ἡ φαντασία κάνει τὸν ἄνθρωπο ἄρχοντα, ἐφάµιλλο
µὲ Θεὸ ὅπως ὑπόσχεται.
Ὁ ἄνθρωπος ἀποθεώνει τὴν Φαντασία
εἰς βάρος τῆς Μοῦσσας ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἔµπνευση. Ὅταν
βρίσκεσαι ἐκεῖ εἶσαι στάσιµος, περνᾶς καλὰ ἀλλὰ ἔχεις χάσει
κάθε δηµιουργικότητα, δὲν τολµᾶς, µόνο νοιώθεις ὁτι περνᾶς ὡραῖα ἀλλὰ δὲν ἐξασκεῖς αὐτὰ ποὺ µπορεῖς σὰν ἐλεύθερος
ἄνθρωπος. Ἀλλὰ καὶ τὰ δηµιουργήµατα τῆς φαντασίας εἶναι
ἐφήµερα.
Ἡ θέληση τῶν Θεῶν ὅµως ἦταν νὰ ἐλευθερωθῇ ὁ Ὁδυσσέας, γι᾽
αὐτὸ κι ἔστειλαν τὸν Ἑρµῆ, τὴν λογική, τὸν ἥλιο, νὰ διώξῃ τὸ
«σύννεφο Καλυψὼ» ὅπως καὶ ἔκανε· καὶ ἡ λογικὴ κυριάρχησε
ὅταν τὸ πρόσωπό του ἔννοιωθε τὴν ζέστη τοῦ ἥλιου ἀκόµη καὶ
µέσα στὴν σπηλιά.
Τὰ δένδρα στὸ νησὶ τῆς Καλυψοῦς δὲν παράγουν καρποὺς ὅπως
τίποτα φαντασικὸ δὲν γενάει κάτι χειροπιαστὸ καὶ τὰ πουλιὰ
δὲν κελαϊδοῦν γιατὶ δὲν εἶναι ἀληθινά. «Τὰ φαινόµενα
ἀπατοῦν», ξαναεῖπε µέσα του, κι ἔπρεπε νὰ ἀποφασίσῃ ἀλλὰ
θυµήθηκε καὶ τὰ δῶρα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν Καλυψὼ ποὺ χάθηκαν
ὅλα στὴν τρικυµία τοῦ Ποσειδώνα, κι αὐτὸ τοῦ λέει ὅτι ὅταν
ἐπιστρέψεις στὴν πραγµατικότητα, ὅλα τὰ δῶρα ποὺ σοῦ ἔδωσε
ἡ Φαντασία – Καλυψὼ, ἐξαφανίζονται καὶ βρίσκεσαι στὴν
πραγµατικότητα µέσα σὲ µία τρικυµία. Ἐκεῖ καταλαβαίνει ὅτι ἐὰν δὲν ἀκούσει τὸν Ἑρµῆ, τὴν λογική, θὰ
µείνῃ γιὰ πάντα δέσµιος τῆς φαντασίας του, µὲ ὅλες τὶς
συνέπειες.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι «φύση», δηλαδὴ ἔχει «φυτρώσει» µέσα ἀπὸ
τὴν οὐσία τοῦ Σύµπαντος καὶ ἔχει πάρει µία µορφὴ ἀπὸ τὶς
ἄπειρες διαθέσιµες ἢ δυνατότητες ποὺ ἔχει νὰ µετατραπῇ ἡ
οὐσία. Σὰν τέτοια, πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ ἢ καὶ νὰ περιορίζεται
ἀπὸ κάποιους «νόµους» ποὺ ἰσχύουν στὰ πράγµατα ποὺ
φύονται, γενιοῦνται καὶ φθάνουν σὲ µία συνειδητοποίηση. Ὁ
πρῶτος καὶ πλέον σηµαντικὸς «κανόνας» τὸν ὁποῖο
ἀπαρέγκλιτα πρέπει νὰ ἀκολουθήσουν ὅλα τὰ φυσικὰ
πράγµατα (ἄλλωστε δὲν µποροῦν νὰ κάνουν διαφορετικά), εἶναι
τὸ ὅτι πρέπει νὰ ζήσουν ὁλόκληρη τὴν συνειδητὴ ζωὴ τῆς
µορφῆς ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει µὲ τὴν ἀποδοχὴ ὅτι ἡ ῥοπὴ τῆς
ὑπάρξεώς τους τείνει- καὶ πάντοτε θὰ κάνῃ τὸ ἴδιο - στὴν ἰσορροπία τῆς ἠρεµίας ἢ ἄλλιῶς στὴν κατάσταση τῆς κατώτερης
δυναµικῆς ποὺ εἶναι διαθέσιµη.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἠρεµία
δηλαδὴ ὁ θάνατος. Κάθε ἄλλη πράξη ἢ ἐνέργεια ποὺ ἀντιτίθεται
σὲ αὐτὸν τὸν κανόνα λέγεται ζωή. Κάθε µεταβολὴ τῆς ζωῆς σὲ
κατώτερη κατάσταση, δηλαδὴ µὲ κατώτερη δυναµική, ὅπως
εἶναι ἑπόµενο παράγει θετικὴ ἐντροπία, δηλαδὴ θετικὸ πρόσηµο
πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ θανάτου, ὡστόσο ἔχουµε ἀκούσει καὶ
φράση: «δηµιουργικὴ φαντασία». Αὐτὴ µπορεῖ πολὺ εὔκολα νὰ
παροµοιασθῇ µὲ τὸ δηλητήριο τὸ ὁποῖο σὲ µικρὲς ποσότητες
εἶναι φάρµακο καὶ τί ἄλλο;
Μὰ βέβαια, µὲ τέτοιους φρικτοὺς πόνους ποὺ εἶχα σὲ µία ἄτυχη
περίπτωση στὴ ζωή µου σὰν πολυτραυµατίας, ἡ µορφίνη ἦταν
αὐτὸ ποὺ µὲ κράτησε ἀπὸ … δὲν ξέρω κι ἐγώ τὶ θὰ πάθαινα,
ἀλλὰ δὲν ἔµοιαζε καθόλου ὑγιές. Ἔννοιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ
χάσω τὶς αἰσθήσεις µου ἀλλὰ δὲν γινόταν … ἦταν φρικτό.
Κάποια στιγµὴ ἀναγκάστηκαν νὰ µοῦ δώσουν αὐτὸ ποὺ σὲ
µεγαλύτερη ποσότητα σὲ καταστρέφει, ἀλλὰ µὲ ἔσωσε ἴσως ἀπὸ
κάτι χειρότερο. Πόσος πόνος ὑπάρχει µαζεµένος στὴ ζωή καὶ πῶς καταφέρνει ὁ
νοῦς νὰ τὸν µοιράζει ἐδῶ κι ἐκεῖ κάνοντας διαχείρηση τῆς
κρίσεως; Τὸν σωµατικὸ πόνο ἐδῶ, τὴν τραγικὴ ἀπώλεια έκεῖ, τὴν
πληγωµένη καρδιὰ πιὸ πέρα, τὸ ἀσήκωτο βάρος τῆς
συνειδήσεως ποὺ σὲ συνθλίβει καὶ ἀπειλεῖ τὴν ὕπαρξή σου σὲ
ἄλλο µέρος καὶ κάποια στιγµή, ὅταν βρίσκεσαι στὸν χῶρο τοῦ
ἀσυνειδήτου, σὲ ἀφήνει νὰ περάσῃς πάνω ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ
δεῖς γνωρίζοντας ὅτι δὲν θὰ συνειδητοποιήσῃς τὸ τράνταγµα
(σὸκ), ἀντικρύζοντας τὴν πραγµατική σου κατάσταση.
Τότε
εἶναι ποὺ βλέπεις τὰ ζωηρὰ ὄνειρα, αὐτὰ ποὺ περιέχουν ὅλες τὶς
αἰσθήσεις· κι ἔτσι παίρνεις αὐτὸ ποὺ ποθοῦν οἱ αἰσθήσεις σου.
Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι ὅταν ἔρχεται στὸ ἀσυνείδητο, εἶναι τὸ
φάρµακο, ἀλλὰ ὅταν φτιάχνεις τὸ ποθούµενο µὲ τὸ µυαλό σου
δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ δηλητηρίου σὰν ναρκωτικὸ καὶ
σὲ κάνει νὰ ἐξαρτᾶσαι ὅπως αὐτὸς ποὺ εἶναι ὀπιοµανής.
Τάσος Πατεράκης