Η Σελήνη, το λυχνάρι της νύχτας, ανέκαθεν συνόδευε τους
ανθρώπους τις σκοτεινές ώρες του εικοσιτετράωρου. Ο άνθρωπος, ακουμπούσε εκεί τις
ανησυχίες του, φώτιζε τις αγωνίες του και ηρεμούσε κάτω από το φως του έναστρου
ουρανού. Οι φάσεις της Σελήνης είχαν εναλλαγές που συνέπιπταν με εκείνες της
καθημερινότητας, μέσα από τις ψυχολογικές μεταπτώσεις αλλά και τις φυσικές
μεταβολές.
Γι’ αυτό η
Σελήνη παρατηρήθηκε από τα αρχαία χρόνια και συνοδεύει από εκείνες τις εποχές
την σοφία και τις παραδόσεις των λαών. Ο σεληνιακός κύκλος είναι ένας ρυθμός
συγκινήσεων και φυσικής ισορροπίας που αγγίζει τον καθένα μας. Ο μεταβολισμός
μας, οι αντιδράσεις σε κάθε πλάσμα της φύσης, οι επιδράσεις στο ζωικό και
φυτικό βασίλειο, έπλεξαν μία μυθοπλασία γύρω από τις φάσεις του φεγγαριού, αλλά
κυρίως αυτή της Πανσελήνου.
Θεοί και θεές
συνδέθηκαν κατά καιρούς με την Σελήνη και διαμορφώθηκαν ανάλογα με τις
τοπικές παραδόσεις. Ας αναφερθούμε σε κάποιες από αυτές.
Θηλυκή θεά,
κατ’ εξοχήν η Σελήνη, εμφανίζεται ως μυστηριώδης, γλυκιά και γοητευτική, με την
γονιμότητα να είναι στα βασικά της προσόντα.
Το όνομά της
ετυμολογείται από το σέλας (φως). Είναι μία θεά πολύ όμορφη, με ένα λευκό
και λαμπερό πρόσωπο και ασημένια μακριά μαλλιά. Παραλάμβανε τα ηνία στον
ουράνιο θόλο, μετά την δύση του θεού Ήλιου. Ιερά ζώα της Σελήνης θεωρούνταν ο
σκύλος, ο λέων (παράδοση του μύθου του λέοντος της Νεμέας), το βόδι και ο
πετεινός, ακόλουθοι της Σελήνης στο πέρασμά της κατά τη νύχτα και το λυκαυγές.
Είχε μεγάλα φτερά και πανέμορφα λαμπερά ρούχα.
Στην Ελλάδα
τιμούσαν τη θεά του φεγγαριού σαν Σελήνη, αλλά και σαν την Αρτέμιδα κατ’
άλλους μελετητές. Στη Ρώμη ήταν η Λούνα. Καθώς χρησίμευε για τη μέτρηση του
χρόνου, στην Αίγυπτο, θεός του φεγγαριού ήταν ο Θωτ ή Θωθ, κύριος του χρόνου,
των αριθμών και του νόμου. Στην Ασσυρο-βαβυλωνιακή μυθολογία, ο θεός-Σελήνη
λεγόταν Σιν και είχε εξέχουσα θέση, καθώς ήταν πρώτος στην αστρική «τριάδα», με
παιδιά του τον Σαμάς (Ήλιο) και την Ιστάρ (Αφροδίτη). Είναι ο Μάνι για τη
τευτονική θρησκεία. Στη Λιθουανική παράδοση, έχουμε τη Σελήνη σαν αρσενικό θεό
Μένουο, κύριο της νύχτας και ρυθμιστή του χρόνου. Στην ουγγρική μυθολογία είναι
η Κούου. Στους Σλάβους είναι ο Μέσσιατς.
Με τις
διάφορες φάσεις της συνδέονται οι ιδέες του θανάτου και της μετενσάρκωσης. Συνδέεται
με τις αλλαγές και τις μεταμορφώσεις, με την αύξηση και τη μείωση στον κύκλο
της ζωής. Όλες οι σεληνιακές θεές ελέγχουν το πεπρωμένο και υφαίνουν τη μοίρα
και μερικές φορές, εμφανίζονται σαν αράχνες στο κέντρο του ιστού τους. Η άτρακτος
και η ρόκα είναι επίσης τα γνωρίσματά τους.
Στην ελληνική
παράδοση την βρίσκουμε σαν Σελήνη, αλλά έχει μείνει πιο έντονα σαν θεά
Άρτεμις, η οποία, όπως θα δούμε, έχει σεληνιακά χαρακτηριστικά.
Βρίσκουμε τη
Σελήνη σαν αδελφή του Ήλιου, της οποίας τα δύο ονόματα είναι Σελήνη και Μήνη,
και θυμίζουν είτε τη λάμψη του φωτός (σέλας), είτε τις μεταμορφώσεις της κατά
τη διάρκεια του μηνός (μην), του οποίου και τη πορεία ρυθμίζει.
Εμφανίζεται
σαν όμορφη παρθένος, με ασημένιες ανταύγειες και με τη λάμψη της σβήνουν
μπροστά της τα άστρα του ουρανού. Σαν Μήνη φέρει φτερά και χρυσό στεφάνι στο
κεφάλι και ταξιδεύει πάνω στο άρμα της με τα δυνατά και ωραία άλογά της. Για
τους έρωτές της υπάρχουν διάφορες παραδόσεις, από περιοχή σε περιοχή της
Ελλάδας.
Αγαπήθηκε από
τον βασιλιά των ουρανών και γέννησε την Πανδία, η οποία εορταζόταν με τον Δία,
κατά την εαρινή ισημερία. Η Πανδία αντιπροσώπευε τη λάμψη των φωτεινών αττικών
νυκτών. Στην Αρκαδία ήταν η αγαπημένη του Πάνα, εξ ου και οι γιορτές του κατά
τις οποίες έλεγαν ότι οι άνθρωποι «σεληνιάζονταν» και το επίθετο που είχε «Σειληνός»
Η Άρτεμις
είναι η αδελφή του Απόλλωνα. Γεννήθηκαν
και οι δύο στη Δήλο, παιδιά του Δία και την Λητώς. Ο Απόλλωνας είναι ο Φοίβος
(λάμπων) και η Άρτεμις είναι η Φοίβη (λάμπουσα). Ενώ ο Απόλλων είναι ηλιακός
θεός, η αδελφή του είναι σεληνιακή θεότητα. Όπως ο αδελφός της, φέρει κι αυτή
φαρέτρα και βέλη, τα οποία σημειοδοτούν τις ακτίνες της Σελήνης.
Είναι η θεά
του καθαρού φωτός, η αγνή παρθένος. Το
θέμα της αγνότητας είναι αυστηρός κανόνας γι’ αυτήν και για κάθε ιέρεια που της
είναι αφιερωμένη. Στα λιβάδια που της είχαν προσφερθεί, ουδέποτε έβοσκαν
κοπάδια, ουδέποτε επιτρεπόταν το κυνήγι και ουδέποτε έκοβαν καρπούς και
λουλούδια. Κάθε αγνή παρθενική ψυχή προστατευόταν από τη θεά.
Η αγνότητα των
αφοσιωμένων της φαίνεται και από τον μύθο του Ιππόλυτου, γιου της Αμαζόνας
Αντιόπης. Ο πανέμορφος αυτός νέος, αφοσιωμένος στην θεά Αρτέμιδα, δεν δέχθηκε
τις ερωτικές κρούσεις της Φαίδρας και βρήκε άδικο θάνατο. Ωστόσο, η προστάτιδά
του, τον αντάμειψε στην «άλλη ζωή».
Θεωρείται πολύ
όμορφη μέσα στα κείμενα του Ομήρου, «η καλλίστη» και τη θαύμαζαν. Είναι, ακόμη,
αυτή που βοηθά τη βλάστηση μετά από την επιρροή των ηλιακών ακτινών, να πίνει
τη δροσιά της νύχτας και να ανανεώνει τις δυνάμεις της. Ευνοούσε τη παραγωγή
των ζώων, σαν «Λοχεία» Άρτεμις, προστάτιδα των τοκετών. Υπήρξε προστάτιδα και
του κυνηγιού, καθώς και των νόμων της θηρίας.
O πιο
γνωστός όμως αγαπημένος της Σελήνης ήταν ο Ενδημίων, νέος ωραίος, βοσκός ή
κυνηγός. Μια μέρα παρασύρθηκε και
συνέχισε να κυνηγά ως αργά.
Ο ήλιος έδυσε κι εκείνος εξακολουθούσε να καταδιώκει το θήραμά του
μέχρι που η λαμπερή σελήνη ανέβηκε στον ουρανό. Και καθώς αρμένιζε γαλήνια στο στερέωμα έστρεψε το βλέμμα
της στη Γη. Κοίταξε κάτω και τον είδε. Και εκείνος αυτήν. Και τότε συνέβη κάτι
παράξενο. Δέθηκαν με κάτι σαν μάγια. Έναν έρωτα που καθήλωσε τον
Ενδυμίωνα. Όμως για να ενωθεί με την ουράνια αγαπημένη του έπρεπε να πέσει σε
έναν παράξενο ύπνο, λέει ο μύθος, κι από εκείνη τη βραδιά εξακολουθούσε να
κοιμάται ενώ μέσα στον ύπνο του ερωτοτροπούσε με τη θεά Σελήνη κάνοντας μαζί
της 50 κόρες.
Τόσες, όσοι οι σεληνιακοί μήνες που μεσολαβούσαν ανάμεσα
σε κάθε αρχαία ολυμπιάδα. Ο
έρωτας του Ενδυμίωνα και της Σελήνης έμεινε παροιμιώδης για την καθήλωση
στην οποία τον οδήγησε. Ο κυνηγός είχε γίνει θήραμα. Η σελήνη
αστρολογικά επηρεάζει τα συναισθήματα
και τα πάθη....
Αποσυμβολισμός, «Ἔρως ἀνίκατε μάχαν» ..
Η σελήνη αστρολογικά επηρεάζει τα συναισθήματα και τα πάθη....
Κάτ’ αυτόν τον τρόπο,
η συμβολική σημασία του αξύπνητου αλλά
δραστήριου ερωτικά ύπνου του Ενδυμίωνα ήταν
μια υπόμνηση γι αυτό
που μας συμβαίνει όταν ερωτευόμαστε. Mια υπνωτισμένη προσκόλληση του νου σε ένα
ερωτικό αντικείμενο. Από
μια άποψη όλοι οι έρωτες μας υπνωτίζουν και μας προκαλούν ένα είδος καθήλωσης
τουλάχιστον όσο διαρκεί το πρώτο διάστημα, του μέλιτος. Όμως, όταν περάσει η
πρώτη «τρέλα» ο ένας από τους δυο
μισοξυπνάει. Και τότε αλίμονό του εκείνου που τα μάτια του είναι ακόμα θολά από
τον ύπνο και εξακολουθεί να κοιτάζει μαγεμένος τον ερωτικό του σύντροφο.
«Μέσα στη νύχτα
μαγεμένος ο Ενδυμίων από την ετερόφωτη Σελήνη δεν υποψιάζεται ούτε τη σκοτεινή
πλευρά της» γράφει ο ποιητής Νίκος Αντωνάτος περιγράφοντας μια
πραγματικότητα που αφορά εκείνους που προσδένονται ασφυκτικά στο ερωτικό άρμα του συντρόφου
τους και δεν καταφέρνουν να ξεκολλήσουν ακόμα και χρόνια μετά, όταν περάσει όλο
το εύλογο και παράλογο διάστημα του έρωτα. Λες και ζουν και υπάρχουν μόνο για τον άλλο. Οι δικές τους
ανάγκες, τα δικά τους γούστα, ο εαυτός τους εξαφανίζονται. Ο άλλος αναγορεύεται
σε παντοδύναμο θεό που έχει τη δύναμη να επιφέρει την πιο ακραία ευτυχία ή
δυστυχία στον ψυχισμό του ερωτικά υποτελούς. Τον ανεβάζει στα ουράνια ή τον
καταβαραθρώνει στα Τάρταρα....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου